δικαία

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

Ion. δικαίη, ἡ, poet. for δίκη,

   A like Σεληναίη for Σελήνη, Cerc.18.5, cf. EM24.48.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, poet. = δίκη, E. M. p. 24, 48.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίκη, ὡς Σεληναίη ἀντὶ Σελήνη, Ἐτυμ. Μ. 24. 48.