διωκτός
English (LSJ)
ή, όν,
A driven into exile, banished, S.Fr.1041. 2 of objects, to be pursued, Chrysipp. ap. Ath.1.8d, Arist.EN1097a31.
Greek (Liddell-Scott)
διωκτός: -ή, -όν, φυγάς, Σοφ. Ἀποσπ. 870. 2) ἐπὶ ἀντικειμέν., ὃ πρέπει τις νὰ ἐπιδιώξῃ, Χρύσιππ. παρ᾿ Ἀθην. 8D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 4, κ. ἀλλ.