δυστροπία
English (LSJ)
ἡ,
A peevishness, Poll.5.119, Jul.Mis.365b, Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, Hartnächigkeit, Poll. 5, 119 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυστροπία: ἡ, κακότροπος γνώμη, Πολυδ. Ε΄, 119.
ἡ,
A peevishness, Poll.5.119, Jul.Mis.365b, Alex.Trall.7.9.
[Seite 689] ἡ, Hartnächigkeit, Poll. 5, 119 u. Sp.
δυστροπία: ἡ, κακότροπος γνώμη, Πολυδ. Ε΄, 119.