τό,
A counterpane, PCair.Zen. 48.4 (iii B. C.), Ammon.p.140 V.; expld. by dormitorium, Gloss. (also ἐγκοίμ-ηθρον, ἐγκοίμ-ητρα, ib.).
[Seite 709] τό, Decke, auf der man schläft, Sp.
ἐγκοίμητρον: τό, σκέπασμα κλίνης, σ. 146.