ἐναγγειόσπερμος
English (LSJ)
ον,
A having the seed in a capsule, Thphr.HP1.11.3,CP4.7.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγγειόσπερμος: αὐτόθι 8, 3, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 5.
ον,
A having the seed in a capsule, Thphr.HP1.11.3,CP4.7.5.
ἐναγγειόσπερμος: αὐτόθι 8, 3, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 5.