ἐνδομυχέω
English (LSJ)
A lurk in the recesses of a house, Sch.Ar.V.964; lie hidden, φλὸξ -οῦσα Gp.2.3.9; to be latent, of περιττώματα, Steph. in Hp.1.164D.
German (Pape)
[Seite 835] sich im Innern verbergen, Sp.; auch transit., λύσσαν, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδομῠχέω: μένω ἐν μυχῷ τινι τῆς οἰκίας, οἰκουρῶ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 970: ὑπάρχω ἐντός τινος, φλὸξ ἐνδομυχοῦσα Γεωπ. 2. 3, 9, Φώτ. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω τι κρυπτόν, ἐγκρύπτω, Εὐστ. Πονήματ. 12. 52.