ἐκτεχνάομαι
English (LSJ)
A devise a plan, τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο Th.6.46.
German (Pape)
[Seite 781] med., auskünsteln, sinnreich erfinden, Thuc. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτεχνάομαι: ἐπινοῶ τέχνασμα, τεχνάζομαι, τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο Θουκ. 6. 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. 3ᵉ sg. ἐξετεχνήσατο;
imaginer, inventer.
Étymologie: ἐκ, τεχνάομαι.