( ἑλένη Hsch.), ἡ,
A torch of reeds, Neanth.4J.; also, bundle of reeds, Nic.Fr.89.
[Seite 789] ἡ, auch ἑλένη, Fackel, Ath. XV, 699 d 701 a (ἡ τῶν καλάμων δέσμη).
ἑλάνη: ἢ ἑλένη, ἡ, λαμπὰς ἐκ δέσμης καλάμων, Ἀθήν. 699D, 701A· πρβλ. ἕλη.