A produce, ἐρυθήματα Archig. ap. Orib.8.1.1 (Pass.).
ἐντεύχω: παράγω ἐντός τινος, προξενῶ, ἐρυθήματα ἐντεῦξον Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.