A v. ὀπτάζομαι.
ὀπτάνομαι: ὀπτάζομαι, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Η΄, 8., Τωβίτ ΙΒ΄, 12), ὀπτανόμενος αὐτοῖς Πράξ. Ἀπ. α΄, 3, Ἑρμ. Τρισμ. 31. 15.