ανεπιτήδευτος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπιτήδευτος, -ον)
ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός
αρχ.
μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι.