απολέπιση
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
η 1. το να αφαιρέσεις τα λέπια του ψαριού
2. ξεφλούδισμα της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].