ανθρωπόβρωτος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek Monolingual
ἀνθρωπόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται από τους ανθρώπους.
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
ἀνθρωπόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται από τους ανθρώπους.