αγαθοπιστία
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
η αγαθόπιστος
το να πιστεύει κανείς καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα ό,τι του λένε, ευπιστία.