έντρομος
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
-η, -ο (AM ἔντρομος, -ον)
ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος
αρχ.
αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση.
επίρρ...
ἐντρόμως
με τρόμο, τρομαγμένα.