αεροσκυρόδεμα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
ή αερομπετόν ή αεριομπετόν ή κυψελομπετόν, το τεχνολ.
σκυρόδεμα που περιέχει ουσίες, οι οποίες ελευθερώνουν αέρια με χημικές αντιδράσεις.