καβίλια

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

η
γόμφος ξύλινος ή μετάλλινος, βλήτρο, μπουλόνι
2. ναυτ. είδος σχοινιού με λεπτό άκρο, για να περνά εύκολα από μικρά ανοίγματα ή από τις τροχαλιοθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caviglia].