καρφόπιασμα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
το καρφοπιάνω
1. το κάρφωμα
2. το εγκαθήλωμα.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
το καρφοπιάνω
1. το κάρφωμα
2. το εγκαθήλωμα.