αναδρομάρης

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

-άρα, και -άρισσα, -ικο
1. αυτός που τρέχει πάνω-κάτω, που διαρκώς κινείται
2. αυτός που ανατρέχει σε παλαιότερα ιστορικά αρχεία, έγγραφα κ.λπ., που ασχολείται με έρευνες και αναζητήσεις, ιστοριοδίφης, ερευνητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομή + -άρης].