ανισομήκης

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

-ες (Α ἀνισομήκης)
1. αυτός που δεν έχει ίδιο μήκος με άλλον
2. εκείνος που αποτελείται από μέρη με άνισα μήκη.