απογοήτευση

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

η
1. αποθάρρυνση, μελαγχολία
2. διάψευση ελπίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απογοητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Κ. Πωπ, ως απόδοση του γαλλ. desenchantement].