γερακάρης
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Greek Monolingual
ο (Α ἱερακάριος, Μ γερακάρης και γερακάρις) ιέραξ
αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια
μσν.
τιμητικός τίτλος της αυλής του Βυζαντίου.