γουνασμός
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
gesto ritual de súplica cogiendo por las rodillas τὸ ἐπὶ γούνασι νοηθῆναι καὶ ἀντὶ τοῦ ἐπὶ γουνασμῷ καὶ ἱκετείᾳ Eust.627.9.
Greek Monolingual
γουνασμός, ο (Μ) γουνάζομαι
ικεσία.