δενδροτρυπάνη

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

η
δασικό όργανο (είδος κοίλου τρυπανιού) με το οποίο επιτυγχάνεται η απόσπαση μικρού κυλινδρικού εγκάρσιου τμήματος από τον κορμό τών δένδρων, στο οποίο είναι δυνατόν να μετρηθούν οι δακτύλιοι και να εξακριβωθεί η ηλικία του δένδρου.