εξαεριστήρας
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
ο εξαερίζω
μηχάνημα με το οποίο γίνεται εξαερισμός (ανεμιστήρες, αεριστήρες, σωλήνες εξαερισμού, αεραγωγοί κ.λπ.).