επίθυμον
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
το (Α ἐπίθυμον)
βοτ.
1. παρασιτικό φυτό που φυτρώνει πάνω στο θυμάρι, επίθυμον το κοινόν, δημοτ. αμπελοκλάδι, μετάξι της αλεπούς, λύκος
στους αρχαίους κουσκούτα η επίθυμος
2. γένος φυτών της οικογένειας τών περιαλλοκαυλοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμον «θυμάρι»].