Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἐπιμίξ (Α) επιμίγνυμιεπίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκριση («ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.).