επίσκυρος
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
ἐπίσκυρος, ὁ (Α)
1. παιχνίδι δύο αντίπαλων ομάδων με μπάλα
2. άρχοντας, κυβερνήτης.
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
ἐπίσκυρος, ὁ (Α)
1. παιχνίδι δύο αντίπαλων ομάδων με μπάλα
2. άρχοντας, κυβερνήτης.