εύχορδος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
εὔχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
εὔχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.