αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
θυμοβορῶ, -έω (Α) θυμοβόρος
κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῑν» — πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.).