ισόθεος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόθεος, -ον)
ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές»)
αρχ.
1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.)
2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἰσόθεον
με τρόπο που αρμόζει σε θεό.
επίρρ...
ἰσοθέως (Α)
πάπ. με ισόθεο τρόπο.