καρποδοσία
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Greek Monolingual
καρποδοσία, ἡ (Μ) καρποδότης
καρποφορία.
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
καρποδοσία, ἡ (Μ) καρποδότης
καρποφορία.