κλότσος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κλότσος)
κλοτσιά
νεοελλ.
φρ. «είναι του κλότσου και του μπάτσου» — για άνθρωπο στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν καμιά σημασία και τον κάνουν ό,τι θέλουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. calcio φτέρνα, λάκτισμα» < λατ. calx, -cis «φτέρνα»].