Μεγάβυζος
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Greek Monolingual
Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῡ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].