μετριοφρόνως
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
Greek Monolingual
(Μ μετριοφρόνως)
επίρρ. βλ. μετριόφρων.
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
(Μ μετριοφρόνως)
επίρρ. βλ. μετριόφρων.