μυοδερματικός

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

-ή, -ό
ανατ. φρ. «μυοδερματικό νεύρο» — κλάδος του βραχιόνιου πλέγματος, από τον οποίο νευρώνονται οι πρόσθιοι μύες του βραχίονα και το οποίο καταλήγει ως εξωδερματικό νεύρο του πήχη.