ξεδοντιάρης

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και ξεδοντού
αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. -άρης (πρβλ. αναστεν-άρης)].