οφθαλμιαίος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
ὀφθαλμιαῑος, -αία, -ον (Μ)
οφθαλμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωμ-ιαίος)].
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
ὀφθαλμιαῑος, -αία, -ον (Μ)
οφθαλμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωμ-ιαίος)].