παγοπέδιλο

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα παγοπέδιλα
ειδικά πέδιλα που καταλήγουν σε έλασμα με τα οποία ο παγοδρόμος γλιστρά πάνω στον πάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].