πραγμάτωση
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
η, Ν
η πραγματοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματώ. Η λ., στον λόγιο τ. πραγμάτωσις, μαρτυρείται από το 18β7 στον Δ. Αλεξανδρίδη].