ραδιόφωνο

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

και ράδιο, το, Ν
(ραδιοηλ.) δέκτης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, κατάλληλος για τη λήψη τών ραδιοφωνικών προγραμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiophone (< λατ. radius «ακτίνα» + φωνή). Ο τ. ράδιο (< αγγλ. radio) αποτελεί συντετμ. τ. τών radiotelephony / radiophony)].