ράφος
From LSJ
Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. γένος περιστερόμορφων πτηνών του Ινδικού Ωκεανού, που έχει εξαφανιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raphus < νεολατ. raphus].