σιντριβάνι
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
και εσφ. τ. συντριβάνι, το, Ν
τεχνητός πίδακας νερού που κατασκευάζεται κυρίως για διακοσμητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. șadirvan].