τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
σπέλληξι: «σπελέθοις» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «σπελέθοις».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπέλεθος.