συμπονετικός

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. -ιά, Ν συμπονώ
αυτός που δείχνει συμπόνια, αυτός που συμμετέχει στον πόνο του άλλου, ευσπλαχνικός.