συμμείραξ

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].