ταλκικός
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν τάλκης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τάλκη ή αποτελείται από τάλκη
2. φρ. «ταλκικός σχιστόλιθος»
(πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε τάλκη, το οποίο έχει ανοιχτοπράσινο ή τεφρόλευκο χρώμα και μεταξώδη ώς λιπαρή υφή.