φεουδαρχισμός
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
ο, Ν
η φεουδαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεουδάρχης / φεουδαρχία + κατάλ. -ισμός].
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
ο, Ν
η φεουδαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεουδάρχης / φεουδαρχία + κατάλ. -ισμός].