χαραδριίδες

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια χαραδριόμορφων πτηνών, με τυπικό το γένος χαραδριός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. charadriidae < charadrius (< χαραδριός) + κατάλ. -idae (πρβλ. -ίδες). Η λ., στον λόγιο τ. χαραδριίδαι, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].