χαραδριίδες
From LSJ
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια χαραδριόμορφων πτηνών, με τυπικό το γένος χαραδριός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. charadriidae < charadrius (< χαραδριός) + κατάλ. -idae (πρβλ. -ίδες). Η λ., στον λόγιο τ. χαραδριίδαι, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].