χιλιανδρία
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιανδρία: ἡ, χιλιὰς ἀνδρῶν, «στρατόν .. εἰς ἑκατὸν ποσούμενον χιλιανδρίας ὅλας» Μανασσ. Χρον. 660, 1269, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Μ χιλίανδρος
αριθμός χιλίων ανδρών.